Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sterile [βρετ ˈstɛrʌɪl, αμερικ ˈstɛrəl] ΕΠΊΘ (all contexts)
- sterile
-
- stérile personne, animal, plante
- sterile
-
- sterile
- stérile imagination
- sterile
-
- sterile
-
- bubble (providing a sterile environment)
-
- immunodeficient baby kept in a sterile environment
-
- sterile towel
στο λεξικό PONS
sterile [ˈsteraɪl, αμερικ ˈsterəl] ΕΠΊΘ a. μτφ
- sterile
-
-
- sterile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.