- savoy cabbage
- chou αρσ de Milan
- Savoy
- Savoie θηλ
- Savoy προσδιορ cuisine, wines
- de Savoie
- the Savoy Alps
- les Alpes θηλ πλ savoyardes
- cabbage ΒΟΤ, ΜΑΓΕΙΡ
- chou αρσ
- cabbage προσβλ
- personne réduite à l'état végétatif
- cabbage προσβλ
- légume αρσ οικ, μειωτ
- cabbage οικ
- personne ennuyeuse θηλ
- savoy (cabbage)
- chou αρσ frisé
- cabbage
- chou αρσ
- cabbage
- chou αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- savor
- savoriness
- savory
- savour
- savouriness
- savoy savoy cabbage
- savvy
- saw
- sawbones
- sawdust
- sawed