Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mournful [βρετ ˈmɔːnfʊl, ˈmɔːnf(ə)l, αμερικ ˈmɔrnfəl] ΕΠΊΘ
mournful person, expression, look, sound:
- mournful
-
- lugubre son, chant
- mournful, lugubrious
στο λεξικό PONS
mournful ΕΠΊΘ
1. mournful (melancholic):
- mournful
-
2. mournful (gloomy):
- mournful
-
mournful ΕΠΊΘ
1. mournful (melancholic):
- mournful
-
2. mournful (gloomy):
- mournful
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.