Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


massively [βρετ ˈmasɪvli, αμερικ ˈmæsɪvli] ΕΠΊΡΡ
- massively reduce, increase
-
- massively overrated, overloaded, stretched
-
- massively expensive, intensive
-
στο λεξικό PONS
- plébisciter qn
-
- plébisciter qn
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.