Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. integral [αμερικ ˈɪn(t)əɡrəl] ΟΥΣ
- integral
- intégrale θηλ
II. integral [αμερικ ˈɪn(t)əɡrəl] ΕΠΊΘ
1. integral (intrinsic):
2. integral ΤΕΧΝΟΛ (built-in):
3. integral ΜΑΘ:
- integral number
-
4. integral (whole):
- integral
-
στο λεξικό PONS
-
- integral
-
- differential/integral calculus
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.