Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inscrutable [βρετ ɪnˈskruːtəb(ə)l, αμερικ ɪnˈskrudəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- inscrutable smile, remark, person
-
- inscrutable expression
-
στο λεξικό PONS
inscrutable [ɪnˈskru:təbl, αμερικ -t̬ə-] ΕΠΊΘ
- inscrutable
-
inscrutable [ɪn·ˈskru·t̬ə·bl] ΕΠΊΘ
- inscrutable
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.