Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


hugely [βρετ ˈhjuːdʒli, αμερικ ˈ(h)judʒli] ΕΠΊΡΡ
1. hugely (emphatic):
- hugely successful, enjoyable, expensive etc
-
2. hugely:
- hugely increase, vary etc
-
- hugely enjoy
-
στο λεξικό PONS
hugely ΕΠΊΡΡ
- hugely
-
hugely ΕΠΊΡΡ
- hugely
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.