Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
exploratory [βρετ ɪkˈsplɒrət(ə)ri, ɛkˈsplɒrət(ə)ri, αμερικ ɪkˈsplɔrəˌtɔri] ΕΠΊΘ
1. exploratory (investigative):
- exploratory expedition
-
2. exploratory (preliminary) (gen) ΠΟΛΙΤ:
- exploratory talks, calculations
-
3. exploratory ΙΑΤΡ:
- exploratory surgery
-
-
- exploratory
στο λεξικό PONS
exploratory [ɪkˈsplɒrətrɪ, αμερικ -ˈsplɔ:rətɔ:rɪ] ΕΠΊΘ
exploratory [ɪk·ˈsplɔr·ə·tɔr·i] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.