Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
disciple [βρετ dɪˈsʌɪp(ə)l, αμερικ dəˈsaɪpəl] ΟΥΣ (gen)
- disciple ΒΊΒΛΟς
- disciple αρσ θηλ
- dedicated disciple
-
στο λεξικό PONS
disciple [dɪˈsaɪpl] ΟΥΣ
- disciple
- disciple αρσ θηλ
- disciple
- disciple
disciple [dɪ·ˈsaɪ·pl] ΟΥΣ
- disciple
- disciple αρσ θηλ
- disciple
- disciple
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.