Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
discernible [βρετ dɪˈsəːnɪb(ə)l, αμερικ dɪˈsərnəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- discernible
-
-
- discernible, detectable
στο λεξικό PONS
discernable, discernible ΕΠΊΘ τυπικ
1. discernable (with senses):
2. discernable (mentally):
discernable, discernible ΕΠΊΘ τυπικ
1. discernable (with senses):
2. discernable (mentally):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.