Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
crusty [βρετ ˈkrʌsti, αμερικ ˈkrəsti] ΕΠΊΘ
1. crusty bread:
- crusty
-
στο λεξικό PONS
crusty <-ier, -iest> [ˈkrʌsti] ΕΠΊΘ
1. crusty (crunchy):
- crusty bread
-
-
- crusty
- croustiller pain
-
crusty <-ier, -iest> [ˈkrʌs·ti] ΕΠΊΘ
1. crusty (crunchy):
- crusty bread
-
-
- crusty
- croustiller pain
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.