I. convulsant [βρετ kənˈvʌls(ə)nt, αμερικ kənˈvəlsənt] ΟΥΣ
1. convulsant ΙΑΤΡ:
- convulsant
-
2. convulsant (drug):
- convulsant
-
II. convulsant [βρετ kənˈvʌls(ə)nt, αμερικ kənˈvəlsənt] ΕΠΊΘ
- convulsant
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.