Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
conscientious objector, CO ΟΥΣ
conscientious [βρετ ˌkɒnʃɪˈɛnʃəs, αμερικ ˌkɑn(t)ʃiˈɛn(t)ʃəs] ΕΠΊΘ (all contexts)
στο λεξικό PONS
conscientious objector ΟΥΣ
objector ΟΥΣ
-
- protestataire αρσ θηλ
conscientious ΕΠΊΘ
conscientious objector ΟΥΣ
objector ΟΥΣ
-
- protestataire αρσ θηλ
conscientious ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- conquest
- consanguinity
- conscience
- conscience clause
- conscience money
- conscientious objector
- conscious
- consciously
- consciousness
- consciousness-raising
- conscript