Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
concealment [βρετ kənˈsiːlm(ə)nt, αμερικ kənˈsilmənt] ΟΥΣ (gen)
- concealment ΝΟΜ
- dissimulation θηλ
-
- concealment
-
- concealment
-
- concealment
-
- concealment
στο λεξικό PONS
concealment ΟΥΣ no πλ
- concealment
- cachette θηλ
- concealment of information, evidence, feelings
- dissimulation θηλ
concealment ΟΥΣ
- concealment
- cachette θηλ
- concealment of information, evidence, feelings
- dissimulation θηλ
-
- concealment
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- comradeship
- comsat
- con
- Con.
- con artist
- concealment
- concede
- conceit
- conceited
- conceitedly
- conceivable