Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
cognitive behavioural therapy [ˌkɒɡnɪtɪv bɪˈheɪvjər(ə)l ˌθerəpi] ΟΥΣ
behavioural βρετ, behavioral αμερικ [βρετ bɪˈheɪvjər(ə)l, αμερικ bəˈheɪvjərəl] ΕΠΊΘ
- behavioural change, disorder, problem
-
- behavioural theory
-
therapy [βρετ ˈθɛrəpi, αμερικ ˈθɛrəpi] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- cog
- cogency
- cogent
- cogently
- cogitate
- cognitive behavioural therapy
- cognitive psychology
- cognitive therapy
- cognizance
- cognizant
- cognomen