Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
cognition [βρετ kɒɡˈnɪʃ(ə)n, αμερικ ˌkɑɡˈnɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. cognition (gen):
- cognition
- connaissance θηλ
2. cognition:
- cognition ΨΥΧ, ΦΙΛΟΣ
- cognition θηλ
- cognition
- cognition
στο λεξικό PONS
cognition [kɒgˈnɪʃən, αμερικ kɑ:g-] ΟΥΣ τυπικ
- cognition
- cognition θηλ
cognition [kɔg·ˈnɪʃ· ə n] ΟΥΣ τυπικ
- cognition
- cognition θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.