Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. belligerent [βρετ bəˈlɪdʒ(ə)r(ə)nt, αμερικ bəˈlɪdʒərənt] ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
-
- belligérant αρσ
II. belligerent [βρετ bəˈlɪdʒ(ə)r(ə)nt, αμερικ bəˈlɪdʒərənt] ΕΠΊΘ
1. belligerent (gen):
2. belligerent ΠΟΛΙΤ (at war):
non-belligerent [βρετ nɒnbɪˈlɪdʒ(ə)r(ə)nt, αμερικ ˌnɑnbəˈlɪdʒ(ə)rənt] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
belligerent [bɪˈlɪdʒərənt] ΕΠΊΘ
1. belligerent (at war):
2. belligerent (aggressive):
- belligérant(e)
- belligerents
belligerent [bɪ·ˈlɪdʒ· ə r·ənt] ΕΠΊΘ
1. belligerent (at war):
2. belligerent (aggressive):
- belligérant(e)
- belligerents
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- belle
- bell-flower
- bell glass
- bell heather
- bellhop
- belligerents
- bell jar
- bellow
- bellow out
- bellows
- bell pepper