Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. beastly [βρετ ˈbiːstli, αμερικ ˈbistli] ΕΠΊΘ
1. beastly (unpleasant) οικ, παρωχ:
2. beastly (bestial):
- beastly
-
II. beastly [βρετ ˈbiːstli, αμερικ ˈbistli] ΕΠΊΡΡ οικ
- beastly
- bigrement οικ
στο λεξικό PONS


beastly <-ier, -iest> [ˈbi:stli] ΕΠΊΘ οικ
- beastly
-


- bestial(e)
- beastly


beastly <-ier, -iest> [ˈbis(t)·li] ΕΠΊΘ οικ
- beastly
-


- bestial(e)
- beastly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.