Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
anemic ΕΠΊΘ αμερικ
anemic → anaemic
anaemic [əˈni:mɪk] ΕΠΊΘ
2. anaemic μειωτ (weak):
anaemic [əˈni:mɪk] ΕΠΊΘ
2. anaemic μειωτ (weak):
anemic [ə·ˈni·mɪk] ΕΠΊΘ
1. anemic ΙΑΤΡ:
- anemic
-
2. anemic μειωτ (weak):
- anemic
-
- anemic performance
-
-
- anemic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.