Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
adaptor, adapter [βρετ əˈdaptə, αμερικ əˈdæptər] ΟΥΣ
1. adaptor:
- adaptor ΗΛΕΚ, ΜΗΧΑΝΙΚΉ
- adaptateur αρσ
2. adaptor (person):
- adaptor
-
adaptor ring, adaptor tube ΟΥΣ ΦΩΤΟΓΡ
- adaptor ring
-
στο λεξικό PONS
adapter, adaptor [əˈdæptəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. adapter ΛΟΓΟΤ:
2. adapter ΗΛΕΚ:
-
- adaptateur αρσ
adapter, adaptor [ə·ˈdæp·tər] ΟΥΣ
1. adapter ΛΟΓΟΤ:
2. adapter ΗΛΕΚ:
-
- adaptateur αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.