

- Ardèche
- Ardèche θηλ
- in/to the Ardèche
- dans l'Ardèche, en Ardèche


- l'Ardèche
- the Ardèche
- un coin de France/de l'Ardèche
- a part of France/of the Ardèche
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.