Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: spričevalo , pričevalka και pričevalec

pričevál|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ

pričeválk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ

pričevalka → pričevalec:

Βλέπε και: pričeválec

pričevál|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina