Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „poslužiti se“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

posluží|ti se <poslúžim; poslúžil> ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

poslužiti se στιγμ od posluževati se:

Βλέπε και: posluževáti se

posluž|eváti se <poslužújem se; posluževàl> ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Poslužijo se je za ugotavljanje možganskega področja, odgovornega za epileptične napade.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "poslužiti se" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina