Σλοβενικά » Αγγλικά

P, p <-ja, -ja, -ji> [pə̀] ΟΥΣ αρσ (črka)

P, p
P, p
P, kot Pariz
P as in Paris
P, kot Pariz

p. p.

p. p. συντομογραφία: poštni predal:

p. p.

b. p.

b. p. συντομογραφία: brez posebnosti:

b. p.

p. d.

p. d. συντομογραφία: po domače:

p. d.

s. p.

s. p. συντομογραφία: samostojni podjetnik:

s. p.

Παραδειγματικές φράσεις με p

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "p" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina