Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: obremeniti , osemenitev και bremeniti

osemenít|ev <-ve, -vi, -ve> ΟΥΣ θηλ

Βλέπε και: obremenjeváti

I . obremenj|eváti <obremenjújem; obremenjevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . obremenj|eváti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

obremenjevati obremenjevati se:

bremení|ti <-m; bremenil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina