Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „obremeniti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

obremení|ti <-m; obremenil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

Βλέπε και: obremenjeváti

I . obremenj|eváti <obremenjújem; obremenjevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . obremenj|eváti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

obremenjevati obremenjevati se:

Παραδειγματικές φράσεις με obremeniti

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Sivi pinot je dokaj odporna trta proti boleznim in pozebi, ker pa ta drobna trta razvije drobno grozdje, jo je potrebno močno obremeniti.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "obremeniti" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina