Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: odplačilen , odplačilo και odplačati

odplačíl|en <-na, -no> ΕΠΊΘ

1. odplačilen ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

odpláča|ti <-m; odplačal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

odplačati στιγμ od odplačevati:

Βλέπε και: odplačeváti

odplač|eváti <odplačújem; odplačevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

odplačíl|o <-a, -i, -a> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina