Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: obtoženec , obtoženka , soobtoženec , toženec , otožen , obtočen , obtožnica και obtoževati

obtóžen|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ

obtóženk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ

obtoženka → obtoženec:

Βλέπε και: obtóženec

obtóžen|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ

sòobtóžen|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ

obtož|eváti <obtožújem; obtoževàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

obtóč|en <-na, -no> ΕΠΊΘ

tóžen|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina