Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: loven , lovišče , lovilka , lovilen , lovilec και loviti

I . loví|ti <-m; lovil> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

III . loví|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

lovíl|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ)

2. lovilec šport:

lovilec (-ka)

lovíl|en <-na, -no> ΕΠΊΘ

lovílk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ

lovilka → lovilec:

Βλέπε και: lovílec

lovíl|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ)

2. lovilec šport:

lovilec (-ka)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina