Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „ličiti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

I . líči|ti <-m; ličil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . líči|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

ličiti líčiti se:

Παραδειγματικές φράσεις με ličiti

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Videospot se prične s štirimi svetlolasimi ženskami, ki se preoblačijo, se ličijo in plešejo v spalnici.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ličiti" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina