Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: imenovati , imenovalnik , neimenovan και imenovalec

I . imen|ováti <imenújem; imenovàl> ΡΉΜΑ στιγμ, εξακολ μεταβ

2. imenovati (postaviti za):

II . imen|ováti ΡΉΜΑ στιγμ, εξακολ αυτοπ ρήμα

imenoválnik <-asamo sg > ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ

imenovál|ec <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ

2. imenovalec μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina