ritardato στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για ritardato στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.ritardato [ritarˈdato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

ritardato → ritardare

III.also ritardato mentale (ritardata) ΟΥΣ αρσ (θηλ)

Βλέπε και: ritardare

II.ritardare [ritarˈdare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

II.ritardare [ritarˈdare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

Μεταφράσεις για ritardato στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
ritardato αρσ / ritardata θηλ
retarded παρωχ or προσβλ
ritardato
retarded οικ, προσβλ
ritardato
ritardato αρσ mentale / ritardata θηλ mentale
reagire a scoppio ritardato
a effetto ritardato
= mentalmente ritardato
mentalmente ritardato
time bomb μτφ
bomba θηλ a scoppio ritardato

ritardato στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για ritardato στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

II.ritardato (-a) [ri·tar·ˈda:·to] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (mentale)

I.ritardare [ri·tar·ˈda:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

II.ritardare [ri·tar·ˈda:·re] ΡΉΜΑ μεταβ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
a scoppio ritardato μτφ

Μεταφράσεις για ritardato στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
ritardato, -a
ritardato, -a
persona θηλ con sviluppo mentale ritardato
a scoppio ritardato
ritardato, -a
reazione θηλ a scoppio ritardato
reagire a scoppio ritardato
ritardato, -a
a effetto ritardato

ritardato Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

a scoppio ritardato μτφ
reazione a scoppio ritardato μτφ
reazione θηλ a scoppio ritardato
persona θηλ con sviluppo mentale ritardato

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ritardato" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski