acciaccato στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για acciaccato στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά

Βλέπε και: acciaccare

acciaccato στο λεξικό PONS

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Il conte è anziano e acciaccato a causa di una ferita riportata durante la prima guerra mondiale, che spesso lo costringe a letto.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "acciaccato" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski