escote στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για escote στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

escote [esˈkote] ΟΥΣ αρσ

escotar [eskoˈtar] ΡΉΜΑ trans

Μεταφράσεις για escote στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

escote Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

escote en pico
pagar a escote

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ισπανικά
Escote de novia ojal o palabra de honor 3.
www.zankyou.es
Escotes profundos, pantalones muy cortos o atléticos, blusas o trajes con la espalda expuesta.
www.doccs.ny.gov

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski