despojarse στο λεξικό PONS

despojarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

despojarse de
despojarse de (de una prenda de vestir)

Αναζητήστε "despojarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski