cirio στο λεξικό PONS

cirio Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

armar (o montar) un cirio

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski