apoderó στο λεξικό PONS

apoderó Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

se apoderó de todo el dinero

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski