Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ύψωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ύψωσ|η <-εις> [ˈipsɔsi] SUBST θηλ

1. ύψωση (σήκωμα):

ύψωση
Heben ουδ

2. ύψωση (τοίχου):

ύψωση
Erhöhung θηλ

3. ύψωση (τιμών):

ύψωση
Anhebung θηλ

4. ύψωση (σημαίας):

ύψωση
Hissen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский