Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υψώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υψώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [iˈpsɔnɔ] VERB μεταβ

1. υψώνω (σηκώνω: χέρια, ποτήρι):

υψώνω

2. υψώνω (αυξάνω το ύψος: τοίχο):

υψώνω

3. υψώνω (θέτω σε υψηλότερο επίπεδο: τιμές):

υψώνω

4. υψώνω (σημαία):

υψώνω

II . υψώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. υψώνομαι (σηκώνομαι):

2. υψώνομαι (τιμές, βαθμός):

Παραδειγματικές φράσεις με υψώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский