Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωχραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ωχρ|αίνω <-ανα, -άνθηκα> [ɔˈxrɛnɔ] VERB μεταβ (κάνω ωχρό)

ωχραίνω

II . ωχρ|αίνω <-ανα, -άνθηκα> [ɔˈxrɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ωχρός)

ωχραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский