Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωχρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωχρ|ός <-ή, -ό> [ɔˈxrɔs] ΕΠΊΘ

1. ωχρός (χλομός):

ωχρός

2. ωχρός μτφ (αμυδρός):

ωχρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский