Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωφελιμισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωφελιμισμός [ɔfɛlimizˈmɔs] SUBST αρσ

ωφελιμισμός
Utilitarismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский