Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωφέλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωφέλημα [ɔˈfɛlima] SUBST ουδ

1. ωφέλημα (όφελος):

ωφέλημα
Nutzen αρσ

2. ωφέλημα (πλεονέκτημα):

ωφέλημα
Vorteil αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский