Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψυκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψυκτικ|ός <-ή, -ό> [psiktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ψυκτικός
Kühl-
ψυκτικός κύκλος
ψυκτικός πύργος
Kühlturm αρσ
Kühlmittel ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ψυκτικός

ψυκτικός πύργος
Kühlturm αρσ
ψυκτικός κύκλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский