Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψοφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψοφ|ώ <-άς, -ησα> [psɔˈfɔ] VERB αμετάβ

1. ψοφώ (ζώο):

ψοφώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский