Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψαλιδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψαλιδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [psaliˈðizɔ] VERB μεταβ

1. ψαλιδίζω (κόβω):

ψαλιδίζω κάτι
an etw δοτ schneiden

2. ψαλιδίζω μτφ (μισθό κτλ):

ψαλιδίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ψαλιδίζω

ψαλιδίζω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский