Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χορηγητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χορηγητής (χορηγήτρια) [xɔrijiˈtis, xɔriˈjitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. χορηγητής (όποιος χορηγεί):

χορηγητής (χορηγήτρια)
Zuteiler(in) αρσ (θηλ)

2. χορηγητής (χρημάτων):

χορηγητής (χορηγήτρια)
Geldgeber(in) αρσ (θηλ)

3. χορηγητής (προμηθευτής):

χορηγητής (χορηγήτρια)
Lieferant(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский