Ελληνικά » Γερμανικά

χαρτοπαίγνιο [xartɔˈpɛɣniɔ] SUBST ουδ

1. χαρτοπαίγνιο (παιχνίδι):

Kartenspiel ουδ

2. χαρτοπαίγνιο (χαρτοπαιξία):

Kartenspielen ουδ

χαρτοπαιξία [xartɔpɛˈksia] SUBST θηλ

χαρτονένι|ος <-α, -ο> [xartɔˈnɛɲɔs] ΕΠΊΘ

χαρτοπαί|ζω <-ξα> [xartɔˈpɛzɔ] VERB αμετάβ

χαρτοπαίχτης (χαρτοπαίχτρα) [xartɔˈpɛxtis, xartɔˈpɛxtra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. χαρτοπαίχτης:

Kartenspieler(in) αρσ (θηλ)

2. χαρτοπαίχτης (μανιακός):

Spieler(in) αρσ (θηλ)

χαρτοποιία [xartɔpiˈia] SUBST θηλ

χαρτοπόλεμος [xartɔˈpɔlɛmɔs] SUBST αρσ

1. χαρτοπόλεμος (κομφετί):

Konfetti ουδ

2. χαρτοπόλεμος μτφ (ανταλλαγή εγγράφων):

Papierkrieg αρσ

χαρτοπωλείο [xartɔpɔˈliɔ] SUBST ουδ

λογοπαίγνιο [lɔɣɔˈpɛɣniɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский