Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φύλαξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φύλαξ|η <-εις> [ˈfilaksi] SUBST θηλ

1. φύλαξη (φρούρηση):

φύλαξη
Bewachung θηλ

2. φύλαξη (προφύλαξη):

φύλαξη από
Hüten ουδ vor +δοτ

3. φύλαξη (προστάτευση):

φύλαξη από
Schutz αρσ vor +δοτ

4. φύλαξη (διατήρηση: εγγράφων κτλ):

φύλαξη
Aufbewahrung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский