Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυλακισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φυλακισμέν|ος <-η, -ο> [filacizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φυλακισμένος (σε φυλακή):

φυλακισμένος

2. φυλακισμένος μτφ (όχι ελεύθερος, κλεισμένος):

φυλακισμένος

II . φυλακισμέν|ος <-η, -ο> [filacizˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

φυλακισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский